Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

σηκώνομαι απ' τον

  • 1 ύπνος

    ο
    1) сон;

    βαρύς (ελαφρός, (τε)ταραγμένος) ύπν — крепкий (лёгкий, беспокойный) сон;

    στον ύπνο ( — или καθ' ύπνον — или καθ' ύπνους) — во сне;

    απ' τον ύπνο — со сна;

    παίρνω τον ύπνο — засыпать;

    πήρα έναν ύπνος — я немного соснул;

    με πήρε ο ύπνος — меня одолел сон, я заснул;

    δεν με πιάνει ( — или δεν μού μπαίνει, δεν μού κολλάει) ύπνος — я не могу заснуть, мне не спится, меня сон не берёт;

    σηκώνομαι απ' τον ύπνο — просыпаться, вставать;

    πηγαίνω γιά ύπνο — идти спать;

    2) сновидение, сон;

    § κοιμούμαι τον ύπνο τού δικαίου — спать сном праведника;

    κοιμούμαι τον αιώνιο ύπνο — спать вечным сном;

    είδα στον ύπνο μου — мне приснилось, я видел во сне;

    οΰτε στον ύπνο μου δεν το είδα ( — или δεν το περίμενα) — мне и во сне это не снилось;

    αυτά πού λέει τα είδε στον ύπνο του — всё, что он говорит, — плод его воображения;

    τον επιασα στον ύπνο — я застал его врасплох;

    ύπνον ελαφρόν! — спокойной ночи!;

    η αλεποβ στον ύπνο της πετειναράκια εθώρει — погов, лиса и во сне кур щиплет

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ύπνος

  • 2 σηκώνω

    μκτ.
    1) поднимать; держать (груз и т. п.);

    σηκώνω (ο)λίγο — приподнимать;

    σηκώνω τα χέρια ψηλά — поднимать руки вверх;

    σηκώνω τον γιακά — поднимать воротник;

    σηκών άγκυρα (πανιά) — поднимать якорь (паруса);

    σηκώνω τό ποτήρι — поднимать бокал;

    σήκωνα μιαν ώρα το παιδί целый час держал ребёнка на руках;

    σηκώνω σκόνη — поднимать пыль;

    2) строить, воздвигать, возводить;
    σήκωσε ένα τοίχο τρία μέτρα он построил стену высотой в три метра; 3) надстраивать; 4) подбирать (платье); засучивать (рукава); 5) перен. поднимать, вызывать, производить (шум и т. п.); 6) перен. поднимать, будить; 7) поднимать, повышать;

    σηκών τη φωνή — повышать голос;

    8) перен. поднимать против (кого-л.);
    9) перен. выносить, выдерживать, терпеть;

    σηκώνω αστεία — сносить шутки, насмешки;

    10) брать (деньги, ссуду из банка);
    одалживать (деньги); занимать;

    § σηκώνω χέρι σε κάποιον — поднимать на кого-л. руку; — замахиваться на кого-л.;

    σηκώνω κεφάλι — поднимать голову; — осмелеть; — выступать против;

    σηκώνω τό ανάστημα μου — подниматься во весь рост, распрямляться;

    σηκώνω στο πόδι — поднимать на ноги;

    σηκώνω τα όπλα εναντίον κάποιου — поднимать оружие против кого-л.;

    σηκώνω τα μυαλά κάποιου — сводить кого-л. с ума;

    σηκώνω τό στρώμα — убирать постель;

    σηκώνω τό τραπέζι — убирать со стола;

    σηκώνω τούς ώμους μου — пожимать плечами;

    δε σηκώνει κεφάλι από το βιβλίο — он головы от книги не поднимает, он усердно занимается;

    δεν με σηκώνει το κλίμα εδώ — здешний климат мне не подходит;

    όσα σηκώνει ο νούς — сколько можно вообразить себе;

    ο σιναπισμός σήκωσε горчичник вызвал ожог;
    στις πέντε ακριβώς θα σηκώσουν το νεκρό вынос тела ровно в пять;

    τό κρασί σηκώνει νερό — вино можно разбавить водой;

    σηκώνει ακόμα αλεύρι — можно добавить ещё муки;

    δεν θα σηκώσω ούτε το μικρό μου δαχτυλάκι я даже пальцем не пошевелю;

    σηκώνομαι

    1) — подниматься, вставать;

    2) подниматься (после болезни), поправляться, выздоравливать;
    3) подниматься, возникать (о ветре, буре, шуме); § αυτός είναι σήκω-σήκω, κάτσε-κάτσε он готов выполнить любой приказ

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σηκώνω

См. также в других словарях:

  • ανίστημι — ἀνίστημι (AM) 1. σηκώνω, εγείρω 2. μεσ. ανασταίνομαι αρχ. Ι. ενεργ. 1. σηκώνω από τον ύπνο, ξυπνώ 2. σηκώνω από τον τάφο, ανασταίνω 3. βγάζω κάποιον από την αθλιότητα, δυστυχία ή δουλεία 4. (για πράγματα) ιδρύω, ανεγείρω, στήνω, κατασκευάζω 5.… …   Dictionary of Greek

  • μετεγείρομαι — και μετέγρομαι (Α) 1. εγείρομαι, σηκώνομαι από τον ύπνο, ξυπνώ 2. πιθ. σηκώνομαι για να καταδιώξω κάποιον …   Dictionary of Greek

  • εξυπνώ — (I) και ξυπνώ, άω (Μ ἐξυπνῶ, άω και έω) 1. σηκώνω κάποιον απ τον ύπνο, αφυπνίζω 2. σηκώνομαι από τον ύπνο, αφυπνίζομαι 3. συνέρχομαι, αντιλαμβάνομαι την πραγματικότητα 4. (για νεκρό) ζωντανεύω, ανασταίνομαι νεοελλ. φρ. «δεν εξύπνησε ακόμη» δεν… …   Dictionary of Greek

  • ξυπνώ — άω 1. σηκώνω κάποιον από τον ύπνο, αφυπνίζω («να μέ ξυπνήσεις στις πέντε») 2. σηκώνομαι από τον ύπνο, αφυπνίζομαι («σήμερα ξύπνησα αργά») 3. μτφ. βγαίνω από τον λήθαργο και βλέπω την πραγματικότητα ξεκάθαρα, αφυπνίζομαι διανοητικά και ψυχικά… …   Dictionary of Greek

  • ξυπνώ — ξύπνησα, ξυπνημένος 1. μτβ., σηκώνω κάποιον από τον ύπνο: Μην τύχει, τρέμουνε, κανείς και τους ξυπνήσει (Γρυπάρης). 2. αμτβ., σηκώνομαι από τον ύπνο, αφυπνίζομαι: Ξύπνησε από το βαθύ του λήθαργο. 3. μτφ., παρουσιάζω ξαφνικά διανοητική ζωτικότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανανοώ — ( έω) (Α ἀνανοῶ) (Ν και ανανογώ, συνήθως τα μέσ. ανανοούμαι και ανανογιέμαι και ανανογ(ι)ούμαι) ανακαλώ στη μνήμη μου, συλλογίζομαι, σκέπτομαι νεοελλ. 1. αντιλαμβάνομαι, εννοώ 2. ανακτώ τις αισθήσεις μου, συνέρχομαι 3. φθάνω σε ηλικία, κατά την… …   Dictionary of Greek

  • αφυπνώ — ἀφυπνῶ ( όω) (AM) [υπνώ] 1. σηκώνομαι από τον ύπνο, ξυπνώ 2. με παίρνει ο ύπνος, αποκοιμιέμαι …   Dictionary of Greek

  • εκκοιμώμαι — ἐκκοιμῶμαι ( άομαι) (Α) σηκώνομαι από τον ύπνο …   Dictionary of Greek

  • εξανίστημι — (AM ἐξανίστημι, Μ και ἐξανιστῶ) μέσ. 1. εξανίσταμαι σηκώνομαι από τη θέση μου, πετάγομαι επάνω 2. συνεκδ. σηκώνομαι για να διαμαρτυρηθώ, δυσανασχετώ, εξεγείρομαι, διαμαρτύρομαι μσν. ἐξανιστῶ ανασταίνω αρχ. 1. σηκώνω κάποιον από τη θέση του… …   Dictionary of Greek

  • γέρνω — (Μ γέρνω) 1. κλίνω προς τα κάτω ή προς τα πλάγια («γείρε τη στάμνα», «γείρε τη σανίδα δεξιά») 2. παρουσιάζω κλίση προς τα κάτω ή προς τα πλάγια («ταπεινότατη σού γέρνει η τρισάθλια κεφαλή», Δ. Σολ. «τα κλαδιά έγερναν από το βάρος τού καρπού») 3.… …   Dictionary of Greek

  • όρθρος — (από το ρήμα όρνυμι = κινώ, ξεσηκώνω, εγείρομαι, δηλαδή σηκώνομαι). Ο πριν από την αυγή χρόνος, η χαραυγή. Στην εκκλησιαστική γλώσσα ό. είναι η ακολουθία της θείας λατρείας που γίνεται πριν από την ανατολή του ήλιου, δηλαδή «τα βαθιά χαράματα»… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»